Το επιχείρημα ακούγεται λογικό. Ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης λέει ότι προεκλογικά δεν έκρυψε την άποψή του για την κατασκευή του σταθμού «Βενιζέλου» με απόσπαση και επανατοποθέτηση των αρχαιοτήτων. Συνεπώς η λύση, που επικύρωσε το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο, διαθέτει και δημοκρατική νομιμοποίηση.
Το επιχείρημα ακούγεται στέρεο, αλλά δεν είναι. Σε ένα αξιόπιστο κράτος, τα επιστημονικά και τεχνικά θέματα δεν πρέπει να λύνονται στην κάλπη. Πρέπει να επαφίενται στους ειδήμονες που υπηρετούν στις αρμόδιες αρχές.
Εδώ το σύμπλεγμα προκαλεί ίλιγγο: Η δημόσια επιχείρηση –«Αττικό Μετρό»– αποφασίζει ανάλογα με την κυβέρνηση που διορίζει τη διοίκησή της. Οι αρχαιολόγοι του ΚΑΣ λαμβάνουν άλλη απόφαση, όταν αλλάζει η πολιτική ηγεσία του υπουργείου. Η έννοια του δημοσίου συμφέροντος ρευστοποιείται. Αυτή η κραυγαλέα ασυνέχεια προκαλεί και την παραλυτική καχυποψία, που βλέπει πάντα από κάθε απόφαση πολιτική ή άλλη ιδιοτέλεια.
Ακόμη κι αν οι υπηρεσίες ήταν αδιάβροχες στην πολιτική επιρροή –ακόμη κι αν μπορούσαν να αποφασίσουν μόνο με επιστημονικά κριτήρια– η τελική κρίση θα ήταν πάλι ζήτημα πολιτικής επιλογής. Στην περίπτωση του μετρό της Θεσσαλονίκης, ο Κωνσταντίνος Ζέρβας περιέγραψε το δίλημμα με ενάργεια: Πώς θα έχουμε ανάπτυξη χωρίς συγκοινωνίες; Γιατί πρέπει να διακινδυνεύσουμε το έργο και τη χρηματοδότησή του; Γιατί (αυτό δεν το λέει ο Ζέρβας) το παρελθόν της πόλης πρέπει να έχει προτεραιότητα έναντι του μέλλοντός της;
Ο αντίλογος –εκφερόμενος τις τελευταίες ημέρες με ριπές εσχατολογικού λυρισμού– λέει ότι η ασέβεια προς τα μνημεία ισοδυναμεί με βανδαλισμό και πολιτισμική καταστροφή. Κάποια κατάρα θα ξυπνήσει, αν θυμώσουν τα μάρμαρα.
Οι δραματικοί τόνοι θα ήταν δικαιολογημένοι, αν όντως μεθοδευόταν η καταστροφή των ευρημάτων. Αν δεν υπήρχε σχέδιο για την αποκατάστασή τους κατά 92%.
Οταν έχουν πια μιλήσει οι ειδικοί, όταν έχουν αποφανθεί οι μηχανικοί και οι αρχαιολόγοι, απομένει ένα υπαρξιακό ερώτημα, που πρέπει μάλλον να το θέσει η κοινωνία –και η ελίτ, που πρωτοστατεί στη διαμαρτυρία– στον εαυτό της: Ψάχνουμε πώς θα βελτιώσουμε την κοινή μας ζωή· πώς θα ενώσουμε την αστική περιφέρεια με το κέντρο, δυναμώνοντας τους αρμούς της πόλης· ή ψάχνουμε την ταυτότητά μας στο χώμα;
Μνήμη δεν είναι μόνο τα μνημεία που στέκονται. Είναι και τα μνήματα που αποσπάστηκαν διά παντός. Μνήμη της Θεσσαλονίκης είναι και το χώμα κάτω από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο.
Ολόκληρη η πόλη, που τώρα διχάζεται, χτίστηκε πάνω σε μπαζωμένη μνήμη.
πηγή: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ